- χαρτοκλέβω
- είμαι χαρτοκλέφτης, κλέβω στα χαρτιά: Δεν τον παίζουμε στη λέσχη μας, γιατί χαρτοκλέβει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοκλέβω — και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, έω, Ν κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
χαρτοκλεπτώ — έω, Ν (λόγ. τ.) βλ. χαρτοκλέβω … Dictionary of Greek